φωτ(ο)-

φωτ(ο)-
α' συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ' αυτό. Το α' συνθετικό φωτ(ο)- γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό πολλών επιστημονικών όρων, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. φωτο-γραφία < γαλλ. photo-graphie, φωτο-σύνθεση < αγγλ. photosynthesis). Αρκετοί, τέλος, από τους νεώτερους όρους με α' συνθετικό φωτ(ο)- αναφέρονται στην ειδικότερη έννοια τής φωτογραφίας (πρβλ. φωτο-γένεια, φωτο-τσιγκογραφία
για παρόμοια χρήση α' συνθετικού με ειδικότερη σημ., πρβλ. τηλ[ε]-).Παραδείγματα λέξεων με α' συνθετικό φωτ(ο)-: φωταγωγός, φωτοδότης, φωτοληψία, φωτοφανής, φωτοφόρος, φωτοχυσία
αρχ.
φωτεμβολώ, φωτοβίας, φωτόδωρος, φωτοειδής, φωτοθυρίς, φωτοκινήτης, φωτοκράτωρ, φωτολαμπής, φωτομαρμαρυγώ, φωτοπλήξ, φωτοστόλιστος, φωτουλκός, φωτουργός, φωτωνυμία
αρχ.-μσν.
φωτοποιός
μσν.
φωτάρχης, φωταυγαστής, φωταυγή, φωταυγής, φωταυγός, φωτοβλυσία, φωτοβροντοχυσία, φωτοβρύτης, φωτοδόχος, φωτόζωος, φωτόκλονος, φωτόκοσμος, φωτοκυήτωρ, φωτολόγος, φωτολυχνία, φωτόμαλλος, φωτόμορφος, φωτοπρόδρομος, φωτοσωτήριος, φωτοτόκος, φωτότροφος, φωτοτρόφος, φωτοφαής, φωτόχυτος
μσν.- νεοελλ.
φωτα-ψία, φωτοβόλος, φωτογενής, φωτογόνος
νεοελλ.
φωταέριο, φωτοαγωγιμότητα, φωτοαδιάφορος, φωτοαντιγραφή, φωτοαντίγραφο, φωτοαντίσταση, φωτοαντίτυπο, φωτοβολίδα, φωτοβολταϊκός, φωτογλυπτικός, φωτόγραμμα, φωτογράφος, φωτογωνιόμετρο, φωτοδερματοπάθεια, φωτοδίοδος, φωτοεκπομπή, φωτοελαστικόμετρο, φωτοελαστικότητα, φωτοερμηνεντική, φωτοευαισθησία, φωτοηλεκτρικός, φωτοηλεκτρομαγνητικός, φωτοηλεκτρόνιο, φωτοηλιογράφος, φωτοθεραπεία, φωτοϊονισμός, φωτοκάθοδος, φωτοκαίω, φωτοκατάλυση, φωτοκύτταρο, φωτολουσμένος, φωτόλουστος, φωτόλουτρο, φωτόλυση, φωτομετέωρο, φωτομετρία, φωτόμετρο, φωτομηχανή, φωτομικρογραφία, φωτομοντάζ, φωτομοντέλο, φωτονεφέλη, φωτοξυλογραφία, φωτοπαγίδα, φωτοπαθής, φωτοπέρασμα, φωτοπεριοδισμός, φωτοπερίχυτος, φωτοπροβάλλω, φωτορεπόρτερ, φωτορομάντζο, φωτοσβέστης, φωτοσκιάζω, φωτοσταθερό, φωτοστάλαχτος, φωτοστέφανο, φωτοστεφής, φωτοστήλη, φωτοστοιχείο, φωτοσύνθεση, φωτόσφαιρα, φωτοταξία, φωτοταχύμετρο, φωτοτηλεγραφία, φωτοτοπογραφία, φωτοτραυματισμός, φωτοτροπισμός, φωτοτσιγκογραφία, φωτοτυπία, φωτότυπο, φωτοτυπώ, φωτοτυπώτρια, φωτοφάση, φωτοφασματικός, φωτοφοβία, φωτόφοβος, φωτοφράκτης, φωτόφωνο, φωτοχαρακτικός, φωτοχημεία, φωτοχρωμία, φωτοχυμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωτ — Ν άκλ. φυσ. μονάδα φωτισμού που ισοδυναμεί με 10.000 λουξ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phot < φως, φωτός] …   Dictionary of Greek

  • φῶτ' — φῶτα , φάος light neut nom/voc/acc pl (attic) φῶτα , φώς man masc acc sg φῶτε , φώς man masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”